gogo2

Της Άννας Παχή

Η σύμβουλος της Depot Art Gallery και επιμελήτρια εκθέσεων, Γωγώ Κολυβήρα, μιλά στο iART για την Εικαστική Τέχνη, την απόλαυση που προσφέρει και αποκαλύπτει τις παραμέτρους που διαμορφώνουν ένα έργο Τέχνης.

sphinxΠότε ιδρύθηκε η Depot Art Gallery;

Στις 12 Δεκεμβρίου του 2015. Η έκθεση «Sphinx» του Νίκου Γιαβρόπουλου που παρουσιάζεται τώρα, είναι η πέμπτη έκθεση που οργανώθηκε. Είμαι σύμβουλος της γκαλερί κι επιμελήτρια κάποιων εκθέσεων. Άνοιξε εν μέσω κρίσης, με το σκεπτικό πως πάντα υπάρχουν ευκαιρίες, πάντα υπάρχουν προοπτικές, αν το παλέψεις. Είναι δύσκολο, διότι γκαλερί, κατά κύριο λόγο, σημαίνει πώληση, δεν είναι όμως μόνον αυτό. Σημαίνει επίσης να προβάλλεις καλλιτέχνες, να τους δίνεις βήμα έκφρασης. Η κατεύθυνσή μας είναι μια: Ποιότητα. Δεν είμαστε προσανατολισμένοι σε ένα είδος, η επιλογή αφορά ο,τιδήποτε καινούριο και ποιοτικό. Επίσης και οι καταξιωμένοι δημιουργοί, μπορούν να παρουσιάσουν τα έργα τους με έναν ιδιαίτερο τρόπο, π.χ. χρησιμοποιώντας τη σκηνοθεσία, όχι απλά τοποθετώντας πίνακες τον έναν δίπλα στον άλλον. Η Depot Art Gallery φιλοδοξεί να εκμεταλλευθεί τις σχέσεις που έχει με αντίστοιχες γκαλερί του εξωτερικού, έτσι ώστε να «ταξιδέψουν» κάποιες εκθέσεις σε άλλες χώρες. Υπάρχει μεγάλη επισκεψιμότητα, κάτι που οφείλεται και στην τοποθεσία της.. Φυσικά γίνονται προσπάθειες για πώληση, κάτι που είναι δύσκολο και απρόβλεπτο, ποτέ δεν ξέρεις αν θα πωληθεί ή όχι ένα έργο. Πριν την κρίση, το μεγαλύτερο ποσοστό αγοραστών έργων Τέχνης ήταν υψηλόβαθμα στελέχη εταιρειών, δημοσίου, τραπεζών, οι οποίοι σήμερα, απειλούμενοι από την ανασφάλεια και την πιθανή ανεργία ούτε καν συζητούν για αγορά ενός, έστω και μεσαίας τιμής πίνακα. Αυτή τη στιγμή, αγοραστές είναι κυρίως συλλέκτες, οι οποίοι συνήθως αγοράζουν απευθείας από τους καλλιτέχνες και τυχαίες περιπτώσεις, όπως ένα ζευγάρι που παντρεύεται, ένας νέος επιστήμονας που ανοίγει γραφείο, κάποιος τουρίστας.

Είναι δύσκολο να τιμολογήσεις ένα έργο τέχνης. Φαντάζομαι πως η αξία του δεν είναι τόσο χρηματική, όσο αυτό που δίνει στο θεατή. Κάνω λάθος;

Όλοι νομίζουν ότι η τιμή ενός έργου (η αξία είναι πράγμα τελείως διαφορετικό) είναι αυθαίρετη. Δεν είναι έτσι, υπάρχουν σαφείς παράμετροι. Η πρώτη και πιο ουσιαστική, αφορά το που έχει εκτεθεί ένα έργο. Οι σοβαρές γκαλερί δε ρισκάρουν να φιλοξενήσουν «δεύτερη» ποιότητα. Αν έχει εκτεθεί σε γκαλερί με αυστηρή επιλογή συνεργατών, υπάρχει εγκυρότητα. Η δεύτερη έχει να κάνει με το τι έχει γραφτεί από τους ιστορικούς τέχνης και τους ειδικούς του εικαστικού χώρου. Άλλη παράμετρος είναι τα βραβεία με τα οποία έχει διακριθεί ο εικαστικός, οι σχολές που έχει παρακολουθήσει, οι χώρες που έχει δραστηριοποιηθεί. Μετά καταλήγουμε στο τεχνικό μέρος, τις διαστάσεις, τα υλικά του έργου. Πρώτο έρχεται το λάδι ή ακρυλικό σε καμβά και μετά τα έργα σε ελαφρά ύλη, δηλαδή σε χαρτί όπως gouache, τέμπερα, ακουαρέλα, σχέδια με γραφίτη, ή μολύβια. Επίσης, αν έργα του καλλιτέχνη έχουν πωληθεί σε διεθνείς δημοπρασίες έργων Τέχνης. Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι οι τιμές των έργων είναι αυθαίρετες, αλλά δεν είναι έτσι. Μπορεί να είναι σχετική, αλλά όχι αυθαίρετη, στη Γερμανία μάλιστα, χρησιμοποιούν ειδική εξίσωση για την τιμολόγηση. Και κάτι ακόμη: η έκθεση του έργου σε μουσείο,  ανεβάζει κάθετα την τιμή των έργων. Τα μουσεία οργανώνουν τιμητικές εκθέσεις με πολύ αυστηρά κριτήρια Τέχνης, δηλαδή ποιότητα, προσωπική γραφή, αν στο έργο έχει καταγραφεί κάτι νέο, αν σχολιάζει με ιδιαίτερο τρόπο μια διαχρονική ιδέα, αν κάνει μια καταγραφή ή κριτική του κοινωνικού, πολιτικού status του σήμερα, ή αν αποτυπώνει μια ψυχολογική ή συναισθηματική κατάσταση που απασχολεί το σύγχρονο άνθρωπο.

Τι θα πρέπει να προσέξει κάποιος που αγοράζει ένα έργο τέχνης;

Το έργο τέχνης το αγγίζουμε πάντα με την καρδιά, με το συναίσθημα. Όταν όμως θέλουμε να αγοράσουμε κάτι, πρέπει να κοιτάμε το βιογραφικό του δημιουργού. Είναι καλύτερα να συνδυάσουμε δυο πράγματα: κάτι που μας αρέσει να το έχουμε, να το απολαμβάνουμε και  που μπορεί ταυτόχρονα να είναι ένα είδος επένδυσης. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, το έργο έχει και χρηματιστηριακή αξία, είναι μια μικρή ή μεγάλη μετοχή. Διερευνούμε ποιος είναι ο καλλιτέχνης, τι έχει κάνει, που έχουν εκτεθεί τα έργα, αν έχει τιμηθεί, που δραστηριοποιείται. Σε ποιες χώρες, σε ποιες γκαλερί.  Στις γκαλερί που έχει εκθέσει, ποιοι άλλοι είναι οι συνεργάτες;  Ένας καλλιτέχνης που έχει εκτεθεί με μεγάλα ονόματα, έχει εκθέσει και τιμηθεί, θα έχει υψηλές τιμές. Δε λέω να πάρει κάποιος κάτι που δεν του αρέσει  αλλά θα πρέπει να κάνει ένα συνδυασμό, να μην πετάξει τα λεφτά του. Χρειάζεται η βοήθεια του ειδικού. Κάποιος που ζωγραφίζει από χόμπι δεν είναι το ίδιο με έναν  επαγγελματία ζωγράφο. Κάθε έργο είναι φορέας μιας ιστορίας αλλά και αντανάκλαση της πορείας του δημιουργού. Στη διεθνή αγορά ένα έργο συνοδεύεται από δυο πράγματα: το πρώτο είναι το πιστοποιητικό ιδιοκτησίας. Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του έργου και πως το απέκτησε. Το δεύτερο, είναι αυτό που λέμε provenance, η πορεία του έργου. Που έχει εκτεθεί, ποιος έχει γράψει για αυτό, αν έχει συμπεριληφθεί στα διεθνή περιοδικά ή στους καταλόγους – μονογραφίες των καλλιτεχνών. Για να είναι πλήρες, κάθε έργο πρέπει να τα έχει όλα. Το πιστοποιητικό γνησιότητας είναι πιο εύκολο να βρεθεί, υπάρχουν πολλοί ειδικοί για τον κάθε καλλιτέχνη. Έχουμε εργαστήρια που μπορούν να πιστοποιήσουν επιστημονικά αν ένα έργο είναι πλαστό ή αυθεντικό. Εκεί που υπάρχει έλλειψη, είναι στο έγγραφο ιδιοκτησίας και στα ντοκουμέντα του έργου. Οι προσκλήσεις, οι κατάλογοι, οι δημοσιεύσεις των εκθέσεων είναι αποδεικτικά στοιχεία και εργαλεία δουλειάς που υποστηρίζουν το έργο, παρόλο που η πρόσκληση για μια έκθεση είναι υπενθύμιση.

Αυτά για τους καλλιτέχνες που έχουν κάτι να δείξουν. Κάποιος που τώρα βγαίνει από τη Σχολή Καλών Τεχνών πως μπορεί να προωθήσει τη δουλειά του;

Το πρώτο και κυριότερο είναι να φτιάξει ένα καλό ντοσιέ παρουσίασης και κατόπιν να κάνει ο ίδιος μια έρευνα, για το ποια γκαλερί θα ενδιαφερόταν για αυτόν. Οι γκαλερί ψάχνουν για καινούριους καλλιτέχνες, το λεγόμενο «νέο αίμα». Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν υπάρχουν μάνατζερς που αναλαμβάνουν την προώθηση ενός καλλιτέχνη, έτσι επιφορτίζεται με αυτή τη διαδικασία ο ίδιος. Οι γκαλερί στην Ευρώπη και την Αμερική λειτουργούν τελείως διαφορετικά. Αναλαμβάνουν με συμβόλαια μόνιμης συνεργασίας την προβολή, προώθηση κα πώληση των έργων των καλλιτεχνών και όχι μόνον κατά τη διάρκεια της ατομικής έκθεσης. Συνεχώς ενημερώνουν τους πελάτες τους και τον Τύπο με πληροφορίες για κάθε κίνηση ή δράση του καλλιτέχνη σε ομαδικές εκθέσεις, τιμητικές διακρίσεις ή συμμετοχή έργου του σε δημοπρασίες. Προωθούν έργα τους σε άλλες γκαλερί  της ίδιας πόλης ή χώρας σε άλλες. Συνεργάζονται μέσα σε έναν κώδικα δεοντολογίας – στη Γαλλία ο κώδικας είναι γραπτός –και δυστυχώς αυτό στην Ελλάδα δεν συμβαίνει παρά μόνον σε ελάχιστες και κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις. Καταθέτω μια ιδέα, αν συνεργάζονταν οι γκαλερί της Αθήνα, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο το οποίο να απευθύνεται στον τουρισμό, όχι μόνο για την προώθηση της σύγχρονης ελληνικής Τέχνης αλλά και για πωλήσεις έργων. Όμως όλα είναι ΑΝ…

Με κάτι τέτοιο δε θα είχαν μεγαλύτερο κέρδος οι γκαλερί; Όχι μόνο εμπορικά αλλά σε επίπεδο γοήτρου, ποιότητας, ενημέρωσης; Και οι καλλιτέχνες θα είχαν περισσότερη προβολή.

Είναι πολλές οι κακοδαιμονίες σε αυτό το χώρο της Τέχνης. Είναι υπαίτιες όχι μόνον οι νοοτροπίες των γκαλερί που διαμορφώνουν και τελικά και την αντίδραση των καλλιτεχνών, αλλά και οι καλλιτέχνες που λειτουργούν περισσότερο χωρίς συνέπεια και ευκαιριακά. Υπάρχει σωρεία προβλημάτων σε όλο το σύστημα.  Καταρχήν δεν υπάρχει καμία ομπρέλα προστασίας από το κράτος για την εικαστική τέχνη. Πριν 20 χρόνια στο Παρίσι, ο Δήμος Παρισίων εφήρμοσε τις περίφημες «ανοιχτές πόρτες». Όριζε ένα οικοδομικό τετράγωνο και σε όσους καλλιτέχνες βρίσκονταν σε αυτό, τους κάλυπτε τα έξοδα, τις προσκλήσεις και την προβολή, για να έχουν ανοιχτά τα εργαστήριά τους, να περνάνε από εκεί σχολεία, οι γείτονες, οι πάντες, για να γίνονται συζητήσεις μέσα σε αυτά. Τέτοιος θεσμός εδώ δεν υπάρχει. Γενικά, οι καλλιτέχνες είναι πολύ μόνοι. Είναι βέβαια και εξ ορισμού μόνοι από τη φύση της δουλειάς τους, είναι αυτοί και το τελάρο τους, το γλυπτό ή η εικαστική κατασκευή τους, αλλά αναγκάζονται να κινούνται και μόνοι, δυστυχώς. Δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί που υποστηρίζουν την εικαστική τέχνη και τους καλλιτέχνες, όπως συμβαίνει αλλού. Όλα πρέπει να τα βρουν οι ίδιοι. Τη γκαλερί,  τις εκθέσεις που γίνονται σε πολιτιστικά κέντρα και διάφορους χώρους ανά την Ελλάδα. Ανταλλάσουν πληροφορίες μεταξύ τους, αν τις έχουν κι αυτές. Ελάχιστες είναι οι γκαλερί και οι καλλιτέχνες που λειτουργούν σωστά και με επαγγελματική συνέπεια. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες ιστορικές γκαλερί στην Αθήνα που έχουν γράψει ιστορία.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια της Depot Art Gallery;

Έχουμε προγραμματίσει εκθέσεις που θα γίνονται κάθε μήνα. Οι καλλιτέχνες θα εναλλάσσονται, νέοι και καταξιωμένοι. Επίσης, θέλουμε να λειτουργήσουμε και στα όρια του πολιτιστικού κέντρου, να πραγματοποιούνται και άλλες εκδηλώσεις. Θεωρώ ότι ο κόσμος, τώρα με την κρίση έχει πολύ μεγάλη ανάγκη από αναπνοές. Έχει ανάγκη διαφυγής από τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε. Μέχρι στιγμής υπάρχει πολύ μεγάλη ανταπόκριση. Καταρχήν, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες έχουν ανάγκη να δείξουν τη δουλειά τους, να επικοινωνήσουν, να δημιουργήσουν και μάλιστα πιο ελεύθερα, καθώς γνωρίζουν ότι η πιθανότητα πώλησης είναι μηδενική σχεδόν. Εμείς εμπλουτίζουμε το χώρο και με  δραστηριότητες,  όπως το Βιωματικό Εργαστήριο που θα πραγματοποιηθεί στις 21 και 22 Μαΐου, πάνω στη δουλειά του Νίκου Γιαβρόπουλου, με αφορμή την τρέχουσα έκθεσή του και θα συμμετάσχει η σκηνοθέτης – ψυχοθεραπεύτρια Αλεξάνδρα Παπαγεωργίου. Διοργανώνουμε ελεύθερες συζητήσεις όπως αυτή της 1ης Ιουνίου, στην οποία συμμετέχει ο ψυχαναλυτής Αθανάσιος Αλεξανδρίδης. Σε προηγούμενη έκθεση, έξι ηθοποιοί επέλεξαν κείμενα σχετικά με τους πίνακες κι έγινε μια σκηνοθετημένη performance όπου απήγγειλαν μπροστά από ένα έργο, κείμενο που είχε το ίδιο συναίσθημα με αυτό του πίνακα. Είχε μεγάλη επιτυχία και θα το επαναλάβουμε. Θέλουμε να διευρύνουμε τις δραστηριότητές μας, έτσι ώστε να έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο για τους φιλότεχνους αλλά για το ευρύτερο κοινό. Η δική μας επιδίωξη είναι ο χώρος της Depot Art Gallery να είναι φιλικός και φιλόξενος. Δε μπορείς να κοιτάς τον άλλον μόνο στην τσέπη, αν θα βγάλει το πορτοφόλι του για να αγοράσει ένα έργο. Υπάρχει και η φιλομάθεια του καθενός, που επιζητεί την ενημέρωση, ή μια πιο ουσιαστική συζήτηση για τα έργα που εκτίθενται. Αυτό προσπαθούμε, να είμαστε ένας χώρος συνάντησης, συνομιλίας, ανταλλαγής απόψεων, ιδεών.. Όχι βέβαια με την έννοια του καφενείου, αλλά να γίνονται δημιουργικά πράγματα που να ενδιαφέρουν το ευρύτερο κοινό, πέραν του αυστηρά φιλότεχνου. Φιλότεχνοι υπάρχουν πολλοί, χρησιμοποιώ τον όρο για αυτούς που παρακολουθούν τα πράγματα πιο στενά, είναι λίγοι κι έχουν την άνεση του χρόνου. Όλοι αντιμετωπίζουμε πάντα ένα θέμα χρόνου. Γίνονται πάρα πολλά πράγματα στην Αθήνα. Πριν από τρία χρόνια, οι New York Times έγραψαν για τη δημιουργική έξαρση που είδαν εδώ και το ίδιο γράφτηκε και σε άλλα διεθνή περιοδικά. Πολλά, συμβαίνουν στο δρόμο, γίνονται πολλές εκδηλώσεις στο δρόμο, φεστιβάλ, εκθέσεις, συναυλίες. Συχνά δε, με σύμπραξη τεχνών. Άρα, υπάρχει πολύς κόσμος που ενδιαφέρεται και πρέπει να κάνεις ποιοτικές και ιδιαίτερες εκδηλώσεις αν θέλεις να έχει επισκεψιμότητα η γκαλερί.

Ίσως επειδή η Τέχνη θεωρείται λίγο ελιτίστικη και κάποιος που δεν έχει, ή νομίζει πως δεν έχει το υπόβαθρο, φοβάται να δει κάποια πράγματα.

Αυτή είναι μια κατάσταση που έχει διαμορφωθεί πολύ λανθασμένα. Δεν είναι καθόλου έτσι. Κάποτε διοργάνωσα μια έκθεση με πίνακες πολύ «μαύρους». Ανήκουν στη σχολή της ψυχοτοπιογραφίας, είναι πολύ δύσκολοι στην πρόσληψη και όχι εύκολοι ως εικόνα. Κάποια στιγμή ήρθε μια κυρία που εργαζόταν ως βοηθός σε κάποιο σπίτι, να μου φέρει ένα καβαλέτο. Η γυναίκα αυτή μπορεί να ήταν ακόμη και αναλφάβητη, παρόλα αυτά, ζήτησε να δει τους πίνακες. Τους κοιτούσε με απορία και  θλίψη. Όταν τους είδε όλους, μου είπε : «γιατί τόση θλίψη; Γιατί τόση καταστροφή; Δε φαίνονται άνθρωποι, αλλά υπάρχουν άνθρωποι σε αυτούς τους πίνακες». Ρίγησα. Μου ανέφερε  τις κωδικές λέξεις, με τις οποίες έχουν γράψει για το συγκεκριμένο καλλιτέχνη οι ιστορικοί τέχνης σε διάφορες χώρες. Η ίδια είχε «πιάσει» την πεμπτουσία των πινάκων. Αυτό συνέβη γιατί όλοι, όλοι, αγγίζουν τους πίνακες συναισθηματικά. Ο πίνακας είναι ένα ζωντανό πράγμα. Ακόμα κι αν μας τρομάζει, αν μας αρέσει ή όχι, είναι φορέας συναισθημάτων. Το σημαντικό έργο Τέχνης διακινεί κάθε θεατή του είτε αρνητικά, είτε θετικά, αυτό έχει σημασία. Πρέπει να γίνει συνείδηση ότι δεν είναι αναγκαίο να ξέρει κάποιος Ιστορία Τέχνης για να δει μια έκθεση.  Άλλωστε σιγά – σιγά εκπαιδεύεται κανείς. Όταν αρχίζεις να βλέπεις, αρχίζεις να καταλαβαίνεις και τις διαφορές. Αυτό έχει μια γοητεία, μια ικανοποίηση, μια ευχαρίστηση. Βέβαια, είναι και μια συνήθεια. Έχουμε συνηθίσει το σινεμά, το θέατρο. Αν οι γκαλερί είναι πιο φιλικές, «πιο ανοιχτές», μπορούν να συνδράμουν στο να βλέπει κάποιος τέχνη, άσχετα με το αν θα αγοράσει έναν πίνακα ή όχι. Πρέπει να του γίνει συνήθεια. Έτσι εξελίσσονται τα πράγματα. Η φράση «η Τέχνη ανήκει σε μια ελίτ» χρησιμοποιείται για διαφορετικούς λόγους όπως για να περιγράψει την οικονομική ελίτ που μπορεί να αποκτήσει έναν πίνακα και την ελίτ των καλλιεργημένων, με το γνωστικό υπόβαθρο να αποκωδικοποιήσουν αν είναι καλός ή κακός ένας πίνακας.

Μιλήστε μας για την επίσκεψη των Κινέζων καλλιτεχνών στη Depot Art Gallery.  

Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ελλάδα 20 Κινέζοι επαγγελματίες ζωγράφοι, οι δυο μάλιστα, είναι από τους πιο γνωστούς της Κίνας. Ήρθαν για ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, και πέραν των επισκέψεων τους στα μουσεία, φιλοξενήθηκαν σε εργαστήριο της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και ζωγράφισαν. Τώρα είναι στην Ύδρα και μετά θα έρθουν στην Αθήνα να ζωγραφίσουν το ελληνικό φως, με το οποίο έμειναν έκπληκτοι. Τους έκανε τεράστια εντύπωση, το βρήκαν πολύ περίεργο που είναι τόσο λαμπερό. Το πρόγραμμα πραγματοποιείται στο πλαίσιο σύσφιξης των σχέσεων Ελλάδας και Κίνας, αποβλέπει στην υλοποίηση καλλιτεχνικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων με κοινές δράσεις και στην ενθάρρυνση της συνεργασίας για μελλοντικές δραστηριότητες. Είναι συνεργασία της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και της Πανελλήνιας Ένωσης Κινέζων και βρίσκεται υπό την αιγίδα του Ελληνοκινεζικού Επιμελητηρίου. Την Πέμπτη, στις 19 Μαΐου θα έρθουν εδώ, για να συναντηθούν με  Έλληνες εικαστικούς και θα εκτεθούν δύο έργα του κάθε καλλιτέχνη.

Έχουν τρομερό ενδιαφέρον όλα αυτά.

Επιθυμούμε να τα μάθει αυτά ο κόσμος, να κάνει επισκέψεις σε γκαλερί, σε πολιτιστικά κέντρα,  γιατί μπορούν να βρεθούν κι εκεί μεγάλα ταλέντα που απλώς έχασαν την ευκαιρία να γίνουν επαγγελματίες. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουν όλοι ότι η εικαστική τέχνη δεν είναι μόνο για μια κάστα ανθρώπων. Οι εκθέσεις είναι κυρίως για να τις δεις. Ο τίτλος της ας πούμε, είναι η ιδέα πάνω στην οποία φτιάχτηκε η συγκεκριμένη ενότητα. Εκεί θα γνωρίσεις τον καλλιτέχνη, θα δεις πως σκέφτεται. Να παρακολουθούν τις ενδιάμεσες εκδηλώσεις. Είναι ωραίες αναπνοές αυτές. Ηρεμείς, ξεχνάς τα προβλήματα. Η θεραπευτική αξία της τέχνης υπάρχει σε κάθε μορφή της. Οι Έλληνες νομίζουμε πως έχουμε στο dna μας περισσότερο τη μουσική και το θέατρο. Δεν είναι όμως μόνον αυτά. Υπάρχει ο χορός, οι εκδηλώσεις λόγου, τα εικαστικά… Συχνά σήμερα γίνεται σύμπραξη τεχνών σε συνθετικά έργα κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Η εικαστική είναι η πρώτη τη τάξει των Τεχνών γιατί ο πίνακας ίσως είναι πιο «δύσκολος» να μεταφραστεί. Ο κόσμος πιστεύει πως «δεν ξέρω Ιστορία Τέχνης, δε βλέπω». Δεν πάει όμως έτσι. Ο καθένας μπορεί να απολαύσει έναν πίνακα.