Της Άννας Παχή
Ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Δημήτρης Βεριώνης μιλά στο iART για τη μέχρι τώρα πορεία του, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης, τον καινούριο του δίσκο και την ανάγκη διατήρησης της μνήμης.
Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική; Ποιο ήταν το έναυσμα;
Πάντα έφτιαχνα ιστορίες με φανταστικά συγκροτήματα, ανύπαρκτους καλλιτέχνες και τραγούδια, όμως στα δώδεκα μου χρόνια ερωτεύτηκα για πρώτη φορά. Ο πρώτος έρωτας είναι άδολος, υπέροχος και σε εμπνέει. Ήμουν σε κατασκήνωση στο Καπανδρίτι και συχνά μαζευόμασταν τα βράδια με κιθάρες. Εκείνοι που έπαιζαν «τραβούσαν» όλον τον κόσμο, μου άρεσε πάρα πολύ αυτό. Ναι, ήταν τόσο ταπεινά τα κίνητρά μου…
Μάλλον ανθρώπινο και ρεαλιστικό το βρίσκω. Aν ήταν κάτι επιφανειακό θα το είχες σταματήσει.
Αντίθετα, ξεκίνησα μαθήματα κιθάρας με τον Αδάμο Κατσαντώνη, έναν εξαιρετικό Κύπριο μουσικό κι αυτό ήταν. Δε σταμάτησα ποτέ να παίζω.
Ποια πορεία ακολούθησες στα χρόνια που ακολούθησαν;
Βρίσκοντας τη διέξοδό μου στη μουσική, ξεκίνησα να σκαρώνω τα πρώτα μου τραγούδια αρχικά σε παρέες και μετά σε εφηβικά συγκροτήματα. Ένα από αυτά λεγόταν «Σκουληκαντέρα», συντόμευση λόγω ευκολίας του ονόματος «Η κακιά Σκουληκαντέρα θα σε φάει». Έπαιξα με συγκροτήματα, μόνος μου σε σχολικές γιορτές, συνοικιακές συναυλίες, στο στέκι νεολαίας στο Ταπητουργείο του Βύρωνα, στου Ζωγράφου… όπου μας καλούσαν πηγαίναμε. Έχω παίξει ακόμα και στο δρόμο. Το 1989, εμφανίστηκα στην εκπομπή «Μουσικό Εργαστήρι» της ΕΡΑ 2 σε παρουσίαση και επιμέλεια του Γιώργου Αραπάκη, ιδιοκτήτη της ιστορικής μπουάτ «Βάτραχοι» στη Σόλωνος.
Στην εκπομπή έπαιρναν μέρος άγνωστοι τραγουδοποιοί κι εκεί απέσπασα το βραβείο Κοινού. Κάπως έτσι έγινε πιο σοβαρό το όλο πράγμα. Αργότερα ήρθα σε επαφή με διάφορες εταιρείες και τραγικά αποτελέσματα. Είχα βρει τον προσωπικό μου τρόπο έκφρασης και ήμουν πολύ ικανοποιημένος οπότε προσπάθησα να δω αν ικανοποιείται και κανένας άλλος.
Η πρώτη μου δισκογραφική εμφάνιση ήταν το Νοέμβριο του 2001 ως στιχουργός, σε ένα τραγούδι της Αναστασίας Μουτσάτσου και μουσική Νίκου Ζιώγαλα στο δίσκο «Κέρασμα». Ο τίτλος του ήταν «Ποια θάλασσα».
Το 2006 κυκλοφόρησε ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος σε διανομή Sony με τίτλο «Το πιο όμορφο παράθυρο της πόλης». Πρόκειται για το παράθυρο στο δωμάτιο της κοπέλας που ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Όταν τη συνάντησα, πολλά χρόνια αργότερα της έδωσα το cd. Έχω ξεπεράσει τον έρωτα, αλλά παραμένει μυθικό πρόσωπο για μένα.
Είπες πως οι εμπειρίες σου με τις δισκογραφικές ήταν τραγικές.
Οι πόρτες ήταν κλειστές, ή δεν τους άρεσε αυτό που άκουσαν, ή δεν ήταν αυτό που ζητούσαν. Είχα κάποιες κουβέντες αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Οπότε κάποια στιγμή πήρα τα πράγματα στα χέρια μου, ξεκίνησα μόνος μου την παραγωγή του δίσκου. Είχα την τύχη, να παίξουν μουσικοί που γνώρισα μέσω του Νίκου Ζιώγαλα, του Μανώλη Φάμελλου και του Μάνου Πυροβολάκη όπως ο Πάνος Τόλιος, ο Δημήτρης Μπασλάμ ο Στέλιος Καρασταμάτης που έκανε και την ενορχήστρωση, ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου, ο Φώτης Σιώτας. Πολλοί, και καλοί. Η βοήθειά τους ήταν πολύ σημαντική.
Ο δίσκος χρειάστηκε μεγάλο διάστημα για να πραγματοποιηθεί, καθώς τον χρηματοδότησα εγώ κάτι που τότε δεν ήταν δεδομένο όπως σήμερα στη δισκογραφία. Νομίζω πως γενικότερα η τέχνη περνά δύσκολες στιγμές. Και ευχάριστες παράλληλα γιατί υπάρχει ένα «ξέσπασμα», γίνονται πράγματα κι αυτό είναι το θετικό της υπόθεσης.
Ο δεύτερος δίσκος;
Κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2012 με τίτλο «Κάτω απ’ το ίδιο φεγγάρι» και σε ένα τραγούδι συμμετείχε ο Δάκης, μια ιδιαίτερα σημαντική στιγμή για μένα. Ο δίσκος αυτός ήταν σαφώς πιο προσωπικός. Ο πρώτος είχε τη λαχτάρα του «επιτέλους κάνω δίσκο» αλλά στο δεύτερο έκανα και την ενορχήστρωση με την πολύτιμη βοήθεια του Όμηρου Κομνηνού ο οποίος είχε και την επιμέλεια της παραγωγής.
Κυκλοφόρησε από το «Μετρονόμο» και εκεί θα κυκλοφορήσει και ο επόμενος. Ο «Μετρονόμος» αποτελεί τη θαυμάσια φωτεινή εξαίρεση στην ελληνική δισκογραφία και τις εκδόσεις. Το λέω, το υπογράφω και βάζω και τρία θαυμαστικά. Ο Θανάσης Συλιβός, η ψυχή του «Μετρονόμου» είναι σπάνιος άνθρωπος και νιώθω τιμή που βρίσκομαι στον κατάλογό του.
Γενικά είχα τη χαρά να με «ευλογήσουν» με τη βοήθειά τους πολλοί σημαντικοί άνθρωποι, μουσικοί, τραγουδιστές.
Μίλησέ μας για την καινούρια δουλειά σου.
Είναι διπλός δίσκος κι έχει τη μορφή βιβλίου. Ο τίτλος του είναι «Το καλοκαίρι του Άχυρου» με υπότιτλο «Ιστορίες του καλοκαιριού και της μνήμης». Η μνήμη παίζει κομβικό ρόλο στη ζωή και τη σκέψη μου. Σε αυτό το cd έχω γράψει ιστορίες. Προσπάθησα να φύγω από την αυστηρά πρωτοπρόσωπη γραφή και να πω πράγματα που έχω ζήσει, διαβάσει ή κίνησαν το ενδιαφέρον μου με κάποιον τρόπο. Το πρώτο μέρος ασχολείται με το καλοκαίρι, ιστορίες που σχετίζονται με αυτό ή λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκειά του. Περιλαμβάνει και ορχηστρικά κομμάτια. Το δεύτερο έχει να κάνει με όλα αυτά που θυμάμαι, με όλα αυτά που θέλω να θυμάμαι και με αυτά που θυμώνω όταν τα ξεχνάμε.
Όπως;
Υπάρχει ένα τραγούδι αφιερωμένο στους Αλέκο Παναγούλη και Διομήδη Κομνηνό. Αναφέρεται στο πως κάτι που κινητοποιεί τόσο πολύ τη συλλογική δράση και τη συλλογική σκέψη, με το πέρασμα των χρόνων σιγά – σιγά ξεθυμαίνει και χάνεται. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αφήνουμε τη σκόνη να κάτσει πάνω στα πράγματα που θα έπρεπε να διατηρούμε «καθαρά». Προσπαθώ να ξεσκονίζω τη μνήμη μου και να λειτουργώ κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Η κεντρική ιδέα αυτής της δουλειάς είναι πως θέλω να μιλήσω για συγκεκριμένες ιστορίες. Με ελλειπτικό τρόπο ίσως, δεν είναι απαραίτητα ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος. Θα ακούσετε ένα τραγούδι για τη Μάριον Σίβα, μια τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού που έκανε καριέρα στο τέλος της δεκαετίας του ’50. Ήταν πάρα πολύ όμορφη γυναίκα. Την είδα στην τηλεόραση και δεν την ήξερα κι αυτό ακριβώς με κινητοποίησε. Άκουσα μια υπέροχη φωνή να τραγουδά ένα κομμάτι του Πλέσσα σε μια ταινία του Βέγγου. Λεγόταν «Έρχεσαι και φεύγεις», εκπληκτικό. Έψαξα και βρήκα κάποια στοιχεία για αυτήν κι έμαθα πως αυτοκτόνησε το Δεκαπενταύγουστο του 1981 και αυτό με θύμωσε. Δεν ξέρω γιατί αλλά με θύμωσε το ότι δεν την ήξερα, με θύμωσε το ότι κάποτε υπήρξε ενζενύ, μια τραγουδίστρια με προοπτικές, με μέλλον και όπως είπα είχε εξαιρετική φωνή. Θέλησα να κάνω κάτι για αυτό, με τα δικά μου μικρά και ασήμαντα ίσως μέσα, αλλά έπρεπε κάτι να κάνω.
Έχεις γράψει τη μουσική και τους στίχους για όλα τα τραγούδια;
Ναι και τραγουδάω κιόλας, σε ένα τραγούδι μάλιστα κάνουμε ντουέτο με την Τέτη Κασιώνη. Πάντα με το φίλο, σύμμαχο και συνοδοιπόρο Όμηρο Κομνηνό και φυσικά με τους μουσικούς όπως ο Χρήστος Ηλιόπουλος, ο Χρήστος Ζελελίδης, η Δήμητρα Αποστόλου, ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου, ο Ευγένιος Μπένσης, η Κατερίνα Σιαμά, ο Κωνσταντίνος Στάμου, ο Δημήτρης Τσέλιος, ο Λεωνίδας Βλάχος, ο Πάνος Τολιος, ο Φώτης Σιώτας, η Αλέκα Γιανναδακη και πραγματικά κάποιους θα ξεχάσω αλλά θέλω να τους ευχαριστήσω όλους.
Συνεργάζομαι με τους ίδιους μουσικούς τα τελευταία δέκα χρόνια. Είμαστε ομάδα και είναι πολύ όμορφο αυτό.
Πότε θα γίνει η παρουσίαση του;
Αν και ο δίσκος κυκλοφορεί την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου, η παρουσίαση θα γίνει το Σεπτέμβρη, δεν προλαβαίνουμε μέσα στο καλοκαίρι.
Σε ενδιαφέρει η διατήρηση της μνήμης. Γιατί;
Ναι, πάρα πολύ. Δε βρίσκω τίποτα ασφαλέστερο, τίποτα πιο όμορφο, τίποτα πιο γοητευτικό από τις ρίζες, την εστία. Έχω έντονη την αίσθηση του οικείου, του γνωστού. Αγαπάω να πηγαίνω στα ίδια μέρη διακοπές γιατί αφήνομαι αμέσως. Μου αρέσει και το καινούριο, οι νέες συγκινήσεις κι όλα αυτά αλλά θεωρώ πολύ σημαντικό να έχω πολύ βαθιές και πολύ γερές ρίζες. Η μνήμη μου εξασφαλίζει ότι οι ρίζες μου κρατάνε.
Τι γίνεται με τις ζωντανές εμφανίσεις;
Είναι πικρή ιστορία. Οι χώροι έχουν μειωθεί κατά πολύ αλλά δεν υπάρχουν και οι συνθήκες. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που κάθε φορά που παίζουμε πρέπει να βάζουμε λεφτά από την τσέπη μας. Υπάρχουν από την άλλη πολλές πετυχημένες εμφανίσεις άλλων ανθρώπων, ενδεχομένως να αφορά πολύ περισσότερο κόσμο η δουλειά τους. Ωστόσο επειδή δε μου αρέσουν οι cover bands, να παίζω δηλαδή διασκευές ή αφιερώματα, δεν με εκφράζει, (και δεν έχω κάτι με αυτούς που το κάνουν εννοείται) επιθυμώ να βγάζω τη δική μου δουλειά προς τα έξω. Η λογική πλέον του «πάμε σε μια συναυλία να ακούσουμε κάτι καινούριο, κάτι άγνωστο» δεν υπάρχει. Ακόμη και οι άνθρωποι που ενδεχομένως μπορούν να υποστηρίξουν τις ζωντανές εμφανίσεις τους και να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, συχνά επιλέγουν να κάνουν ένα ποτ πουρί από γνωστά τραγούδια ή μεγάλες επιτυχίες. Δεν πάνε σε άγνωστα νερά. Λίγοι το κάνουν και τους θαυμάζω για αυτό.
Που νομίζεις ότι οφείλεται αυτό το φαινόμενο;
Νομίζω πως είναι χαρακτηριστικό της εποχής. Δεκαπέντε χρόνια πριν θα μπορούσα να πάω να ακούσω κάποιον καλλιτέχνη ελληνικού ροκ ας πούμε, να παίζει σισιλιάνικα τραγούδια, ιρλανδέζικα ή κάτι ανάλογο που δε θα γνώριζα. Λατρεύω να ρωτάω το διπλανό μου «τι είναι αυτό, ξέρεις;» μου λείπει πολύ αυτό στις συναυλίες. Τώρα πάμε στα σίγουρα. Είναι πολύ της μόδας να παίζονται παλιά τραγούδια σε νέες εκτελέσεις. Εντάξει, αλλά μέχρι πότε; Μέχρι ποιο σημείο θα πάρουμε το Χιώτη ας πούμε και θα τον κάνουμε «καινούριο», «μοντέρνο»; Είναι ο Χιώτης, υπέροχος από μόνος του.
Στην πραγματικότητα όλοι όσοι χρησιμοποιούν αυτά τα μέσα ίσως να φοβούνται, ίσως να διστάζουν να παρουσιάσουν κάτι δικό τους. Πιστεύω όμως πως είναι πολύ πιο γοητευτικό αυτό. Τουλάχιστον εγώ, που αποτελώ τη μειοψηφία ως ακροατής θέλω πολύ περισσότερο να ακούσω κάτι καινούριο που ενδεχομένως να μη με «τρελάνει» παρά για 25η φορά «τα ματόκλαδά σου λάμπουν» σε ρέγκε εκτέλεση. Είναι πολύ ενδιαφέρον όταν θα γίνει μια φορά, δυο φορές, αλλά φτάνει. Προσωπικά η ανάγκη μου ως ακρατής είναι να ακούσω καινούρια, φρέσκα πράγματα ή τα παλιά ως παλιά. Μου αρέσει το «πείραγμα», κι εγώ όταν διασκευάζω ένα κομμάτι δε θέλω να το παίξω ίδιο, αλλά δεν καταλαβαίνω πως είναι δυνατόν το νέο single κάποιου, να είναι ένα παλαιότερο τραγούδι κάποιου άλλου.
Κάποιος φοβάται να ‘επενδύσει’ σε κάτι άγνωστο από το φόβο ότι μπορεί να μην του αρέσει; Ή απλά, θέλοντας να νιώσει ασφάλεια βγαίνει εκεί που ξέρει τι θα ακούσει;
Είναι μια αμφίδρομη σχέση που έχει καλλιεργηθεί μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη. Το κοινό θέλει να νιώσει οικειότητα, που στην πραγματικότητα είναι η μουσική ως «χαλί» για τη βραδιά μας, άρα δεν θα κάτσουμε να παρακολουθήσουμε με ένταση αυτό που συμβαίνει. Από την άλλη ο καλλιτέχνης έχει την ανασφάλεια ότι αυτό που ενδεχομένως ο ίδιος θα ήθελε να προτείνει δε θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Η κρίση έχει – σε πολύ μεγάλο βαθμό – δημιουργήσει το υπόστρωμα όλου αυτού αλλά υπήρχε και πριν. Άλλωστε και τη δεκαετία του ‘80 πριν εμφανιστούν ο Γιοκαρίνης, οι Κατσιμίχα και άλλοι, αν έπαιζε κάποιος ροκ με ελληνικό στίχο γινόταν αντικείμενο χλευασμού. Γενικότερα κάθε εποχή ενσωματώνει τις δικές μας ανασφάλειες.
Είπες πριν πως γίνονται πράγματα κι αυτό είναι πραγματικά ελπιδοφόρο. Πόσω μάλλον μέσα στην περίοδο που διανύουμε.
Έχοντας οργανώσει και συναυλίες ειδικού χαρακτήρα βλέπω ότι πολλοί καλλιτέχνες συμμετέχουν χωρίς καμιά δυσκολία και γίνονται κινήσεις που έχουν στόχο να βοηθήσουν κάποιον άνθρωπο ή κάποιο σκοπό. Ίσως πιο συχνά παίζουμε σε τέτοιες εκδηλώσεις παρά σε ό,τιδήποτε άλλο. Είναι πολύ σημαντικό και νιώθεις μεγάλη χαρά που μπορείς να προσφέρεις.
Έχει ανταπόκριση στον κόσμο;
Ίσως όχι αυτήν που θα περίμενα, αλλά εδώ παίζει μεγάλο ρόλο η στάση των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Στην τελευταία σχετική συναυλία που διοργάνωσα, ενώ στείλαμε δελτίο τύπου παντού, το δημοσίευσε μόνο μία εφημερίδα. Μόνον μια. Στο ραδιόφωνο δεν ακούστηκε ποτέ, τουλάχιστον από όσο ξέρω. Ενώ εκδηλώσεις που έχουν κάποιον μεγάλο παράγοντα από πίσω τους, τις μαθαίνει όλος ο κόσμος. Δεν έχω την απαίτηση της υπερβολικής δημοσιότητας σε αυτά που κάνουμε, αλλά όταν γίνεται κάτι για σοβαρό σκοπό, είναι κρίμα να αποσιωπείται το γεγονός ή να αντιμετωπίζει την πλήρη αδιαφορία. Είναι δυσάρεστο.
Βοηθά πολύ το διαδίκτυο, σε μια άλλη συναυλία που οργανώσαμε, επειδή πέρα από το μουσικό μέρος υπήρξε και bazaar χειροτεχνίας, το επικοινώνησαν και οι ίδιοι οι χειροτέχνες. Όλη η εκδήλωση δημοσιοποιήθηκε στο Ίντερνετ, στο facebook και σε ανεξάρτητα μέσα. Μόνο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα ραδιόφωνα. Αν εξαιρέσεις τα κρατικά και κάποια μεμονωμένα, όλα τα άλλα είναι ένα συνεχές play list και το λέω γνωρίζοντας πως έτσι κι αλλιώς τη δουλειά μου δε θα την προβάλλουν ποτέ.
Στην πραγματικότητα η μουσική λειτουργεί ως διάλειμμα μεταξύ των διαφημίσεων. Θεωρώ πως το μόνο ραδιόφωνο με λόγο ύπαρξης είναι το ιντερνετικό. Τα υπόλοιπα δεν είναι ραδιόφωνα. Πραγματικά λυπάμαι έναν μουσικό παραγωγό που είναι αναγκασμένος να επιλέγει από έναν «κουβά» 500 κομματιών ποια θα βάλει και να θεωρείται αυτό το πράγμα «μουσική παραγωγή». Ο κάθε δίσκος έχει πολλά τραγούδια που μπορούν και πρέπει να ακουστούν, δε μπορείς να κολλάς μόνο σε ένα ή δυο.
Όταν έκανα το πρώτο μου cd και ήμουν λίγο πιο «αθώος» με αυτά τα πράγματα, το έστειλα παντού. Μετά από λίγο καιρό, πήγαινα στα δισκάδικα που πουλούσαν μεταχειρισμένους δίσκους και το έβρισκα σφραγισμένο, να πωλείται εκεί. Ούτε καν το είχαν ακούσει. Πρόκειται για το ίδιο πρόβλημα με την πεπατημένη στα live. Προσωπικά έχω την «αγωνία» να ακούσω ένα τραγούδι και να ψάξω να βρω τι είναι αυτό που ακούω. Αν ακούσεις ένα σταθμό επί οχτώ ώρες, διαπιστώνεις πως το πρόγραμμα επαναλαμβάνεται.
Ας μιλήσουμε για τις κριτικές. Καλές και κακές.
Είμαι ευτυχισμένος με αυτό που κάνω, δεν έχω καμία εξάρτηση για το τι θα πει κάποιος άλλος. Με ενδιαφέρει να ακούσω μια καλή γνώμη, είναι αρκετό για μένα.
Μια γνώμη που δεν είναι θετική δεν είναι απαραίτητα κακή. Σε κάθε περίπτωση, σε κάποιον μπορεί να αρέσει κάτι είτε όχι, πρέπει όμως να διακρίνει την ειλικρίνεια την προσπάθεια. Σαφώς και δεν είναι δυνατόν να αρέσουν τα κομμάτια μου σε όλους. Δε με πειράζει αυτό, εκείνο που με πειράζει είναι όταν κάποιος αμφισβητήσει τις προθέσεις μου. Αυτό με κάνει έξαλλο.
Όταν μπορείς να συναισθανθείς την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο μικρόφωνο, όταν νιώθεις τη δημιουργική αγωνία του άλλου δεν είναι εύκολο να απαντήσεις με μια αστόχαστη αρνητική κριτική. Παλιότερα διάβαζα κριτικές των τριών λέξεων. Δε γίνεται. Το βρίσκω λίγο εξυπναδίστικο. Αν θέλεις να βρεις κάτι καλό θα το βρεις. Κι αν πραγματικά δε βρίσκω τίποτα καλό να πω – προσωπική μου γνώμη – δε θα πω τίποτα. Εκτός αν αυτό που θα πω μπορεί να βοηθήσει τον άλλον σε κάτι. Αλλά η επίθεση, η αγένεια με ενοχλεί. Όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους. Πρέπει να σεβόμαστε τον κόπο του άλλου. Σίγουρα ένα καλό τελικό αποτέλεσμα το συνεκτιμάς, το ευχαριστιέσαι. Φεύγεις από το στάδιο του «βλέπω με συμπάθεια κάτι» και γίνεται δικό σου κομμάτι. Αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη και το πιο δύσκολο. Αλλά δε μπορώ να κρίνω κανέναν εκ του αποτελέσματος, ακυρώνει όλη τη διαδρομή. Ας είμαστε γενναιόδωροι με τον κόπο και την προσπάθεια των ανθρώπων και φειδωλοί όταν θα τους κρίνουμε με αυστηρότητα.
Τι άλλο σε θυμώνει;
Η αύξηση όλων των ρατσιστικών και συντηρητικών αντανακλαστικών που συμβαίνει. Η απολιτίκ αντιμετώπιση των καταστάσεων που ζούμε, γιατί θεωρώ ότι τα πάντα είναι έντονα πολιτικά. Ο ρατσισμός, η φτώχεια, η ευκολία με την οποία μπορείς να υποτιμήσεις ένα συνάνθρωπό σου. Με θυμώνει που για να γίνει μια δουλειά πρέπει να υπάρχει ένας «κολλητός». Οι οικονομικές θεωρίες που αγνοούν τον άνθρωπο και λατρεύουν την αγορά. Η μνήμη που ξεθωριάζει, το να περιμένεις να γίνουν όλα σε μια μέρα. Η κοινωνία που κατηγορεί με ευκολία όσους προηγουμένως εξύψωνε και το αντίθετο. Πολλά πράγματα..
Ελπίδα και χαρά;
Η Τέχνη πρώτα από όλα. Το ότι βλέπω νέους ανθρώπους στα θέατρα, δημιουργικές δουλειές να γίνονται, ότι παρόλο το ρατσισμό, υπάρχει μεγάλη μερίδα ανθρώπων που καταφέρνει να μη δηλητηριαστεί από την ξενοφοβία. Υπάρχει πολύ δυνατό το ανθρώπινο στοιχείο.
Όσο κι αν είμαι «παρελθοντολάγνος» ποτέ δε θα πω πόσο σπουδαίο ήταν το παρελθόν. Το παρελθόν καθαγιάζεται, είναι ένα κάδρο που το βλέπουμε σε δυο κι όχι σε τρεις διαστάσεις με αποτέλεσμα να φεύγει η προσοχή μας από τα αρνητικά. Έτσι, μειώνουμε τη στιγμή που ζούμε τώρα. Αυτή η τάση υπάρχει βέβαια στον άνθρωπο, δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με αυτό που κάνει εκείνη τη στιγμή αλλά θα έλεγα ότι η ζωή είναι εδώ, συμβαίνει τώρα. Το παρελθόν είναι υπέροχο ας μη θεωρούμε όμως ότι ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που όντως ήταν. Δε χρειάζεται ούτε να το υποβαθμίζουμε ούτε όμως και να το εξυψώνουμε. Σε όλες τις εποχές υπάρχουν πράγματα που αν τα δεις πασπαλισμένα με τη χρυσόσκονη του χρόνου σου φαίνονται πιο όμορφα από ότι τότε που συνέβαιναν.